Anonymous

λαιμοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ.
}}
}}