λυσιμελής: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσιμελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], [[ατονία]] τών μελών του σώματος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λυσιμελής</i>, <i>ἡ Λυσιμελής</i><br />[[επίκληση]] του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
|mltxt=[[λυσιμελής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[χαλάρωση]], [[ατονία]] τών μελών του σώματος<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Λυσιμελής</i>, <i>ἡ Λυσιμελής</i><br />[[επίκληση]] του Ύπνου, του Έρωτος, του Πόθου, του Θανάτου, της Αφροδίτης και του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[μελής]], <i>θελξι</i>-[[μελής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσιμελής:''' [ῐ], -ές ([[μέλος]]), αυτός που ξεκουράζει τα [[μέλη]] του σώματος, επίθ. του ύπνου κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.
}}
}}