μάλιστα: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 19: Line 19:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μάλιστα]])<br />(βεβαιωτικό [[μόριο]])<br /><b>1.</b> ναι, βέβαια, ως [[απάντηση]] που δηλώνει [[κατάφαση]], [[συμφωνία]], [[επιδοκιμασία]] (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπάντων]], ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «[[είναι]] πολύ [[καλός]] και [[μάλιστα]] πολύ [[επιμελής]]» β. «ἀεὶ μέν, [[μάλιστα]] δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλιστα]]<br />σε υπέρτατο βαθμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τώρα]] [[μάλιστα]]» — [[έκφραση]] αποδοκιμασίας, [[διαπίστωση]] ότι μια [[κατάσταση]] χειροτερεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αριθμητικό) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους [[μάλιστα]] [[τετταράκοντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του συγκριτικοῡ <i>μᾱλλον</i> («[[μάλιστα]] ἢ [[ἐμοί]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[μάλιστα]];» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ [[μάλιστα]]» — ώς επί το πλείστον<br />γ) «ἐν τοῑς [[μάλιστα]]» — [[μεταξύ]] τών πρώτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μάλα]].
|mltxt=(AM [[μάλιστα]])<br />(βεβαιωτικό [[μόριο]])<br /><b>1.</b> ναι, βέβαια, ως [[απάντηση]] που δηλώνει [[κατάφαση]], [[συμφωνία]], [[επιδοκιμασία]] (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προπάντων]], ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «[[είναι]] πολύ [[καλός]] και [[μάλιστα]] πολύ [[επιμελής]]» β. «ἀεὶ μέν, [[μάλιστα]] δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλιστα]]<br />σε υπέρτατο βαθμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τώρα]] [[μάλιστα]]» — [[έκφραση]] αποδοκιμασίας, [[διαπίστωση]] ότι μια [[κατάσταση]] χειροτερεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αριθμητικό) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους [[μάλιστα]] [[τετταράκοντα]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντί]] του συγκριτικοῡ <i>μᾱλλον</i> («[[μάλιστα]] ἢ [[ἐμοί]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τί [[μάλιστα]];» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ [[μάλιστα]]» — ώς επί το πλείστον<br />γ) «ἐν τοῑς [[μάλιστα]]» — [[μεταξύ]] τών πρώτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μάλα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάλιστα:''' επίρρ., υπερθ. του [[μάλα]]· βλ. [[μάλα]] II.
}}
}}