μεσηγύ: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσηγύ]] και επικ. τ. [[μεσσηγύ]] και [[μεσσηγύς]] και μεσηγύς (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μέσο]], καταμεσίς («[[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη [[μεσσηγύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> εν τω [[μεταξύ]]<br /><b>3.</b> [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] (ἐν [[δόρυ]] πῆξεν ὤμων [[μεσσηγύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουδ. ουσ. <i>τὸ [[μεσηγύ]]<br />το [[μέρος]] που βρίσκεται στο [[μέσο]], το ενδιάμεσο<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> (για [[ποιότητα]]) [[μέτριος]] («[[οὔτε]] τι [[λίην]] [[ψυχρός]]... oὔτ' [[ἔμπυρος]], ἀλλὰ μεσηγύς», <b>Ορφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που θυμίζει το επίρρ. [[ἐγγύς]], στην [[επίδραση]] του οποίου οφείλεται πιθ. το τελικό -<i>ς</i> του <i>μεσηγύς</i>. Άγνωστη παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, ενώ το α' συνθετικό ανάγεται στο επίθ. [[μέσος]].
|mltxt=[[μεσηγύ]] και επικ. τ. [[μεσσηγύ]] και [[μεσσηγύς]] και μεσηγύς (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μέσο]], καταμεσίς («[[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη [[μεσσηγύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> εν τω [[μεταξύ]]<br /><b>3.</b> [[μεταξύ]], [[ανάμεσα]] (ἐν [[δόρυ]] πῆξεν ὤμων [[μεσσηγύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως ουδ. ουσ. <i>τὸ [[μεσηγύ]]<br />το [[μέρος]] που βρίσκεται στο [[μέσο]], το ενδιάμεσο<br /><b>5.</b> <b>ως επίθ.</b> (για [[ποιότητα]]) [[μέτριος]] («[[οὔτε]] τι [[λίην]] [[ψυχρός]]... oὔτ' [[ἔμπυρος]], ἀλλὰ μεσηγύς», <b>Ορφ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που θυμίζει το επίρρ. [[ἐγγύς]], στην [[επίδραση]] του οποίου οφείλεται πιθ. το τελικό -<i>ς</i> του <i>μεσηγύς</i>. Άγνωστη παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, ενώ το α' συνθετικό ανάγεται στο επίθ. [[μέσος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσηγύ:''' ([[μέσος]]), Επικ. [[μεσσηγύ]], Επικ. επίσης [[μεσσηγύς]], επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> του τόπου, απόλ., στη [[μέση]], [[ανάμεσα]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ [[χώρη]] [[μεσσηγύς]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ανάμεσα]] σε, [[μεταξύ]] [[δύο]], <i>μεσηγὺ γαίης τε καὶ οὐρανοῦ</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> του χρόνου, στο [[μεταξύ]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[ανάμεσα]], σε Ομήρ. Οδ. ΙI. ως ουσ., τὸ [[μεσηγύ]], ο [[ενδιάμεσος]] ([[τόπος]] ή [[χρόνος]]), σε Ομηρ. Ύμν.· <i>τὸμεσηγὺ ἤματος</i>, το [[μεσημέρι]], σε Θεόκρ.
}}
}}