Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσηγύ: Difference between revisions

From LSJ
1,074 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσηγύ:''' ([[μέσος]]), Επικ. [[μεσσηγύ]], Επικ. επίσης [[μεσσηγύς]], επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> του τόπου, απόλ., στη [[μέση]], [[ανάμεσα]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ [[χώρη]] [[μεσσηγύς]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ανάμεσα]] σε, [[μεταξύ]] [[δύο]], <i>μεσηγὺ γαίης τε καὶ οὐρανοῦ</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> του χρόνου, στο [[μεταξύ]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[ανάμεσα]], σε Ομήρ. Οδ. ΙI. ως ουσ., τὸ [[μεσηγύ]], ο [[ενδιάμεσος]] ([[τόπος]] ή [[χρόνος]]), σε Ομηρ. Ύμν.· <i>τὸμεσηγὺ ἤματος</i>, το [[μεσημέρι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''μεσηγύ:''' ([[μέσος]]), Επικ. [[μεσσηγύ]], Επικ. επίσης [[μεσσηγύς]], επίρρ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> του τόπου, απόλ., στη [[μέση]], [[ανάμεσα]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ [[χώρη]] [[μεσσηγύς]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ανάμεσα]] σε, [[μεταξύ]] [[δύο]], <i>μεσηγὺ γαίης τε καὶ οὐρανοῦ</i>, στο ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> του χρόνου, στο [[μεταξύ]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[ανάμεσα]], σε Ομήρ. Οδ. ΙI. ως ουσ., τὸ [[μεσηγύ]], ο [[ενδιάμεσος]] ([[τόπος]] ή [[χρόνος]]), σε Ομηρ. Ύμν.· <i>τὸμεσηγὺ ἤματος</i>, το [[μεσημέρι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσηγύ:''' (ς), эп. [[μεσσηγύ]](ς) (ῠ) adv.<br /><b class="num">1)</b> посреди, в середине, в промежутке ([[οὐδέ]] τι πολλὴ [[χώρη]] μ. Hom.): τὸ μὲν ([[ἔπος]]) τελέει, τὸ δὲ καὶ μ. κολούσει Hom. (Ахилл) одну речь закончит, а другую оборвет посредине;<br /><b class="num">2)</b> тем временем: [[μηδέ]] τι μ. γε κακὸν [[πάθῃσι]] Hom. чтобы (Одиссей) за это время не потерпел какого-л. несчастья.<br />(ς), эп. [[μεσσηγύ]](ς) (ῠ, редко ῡ) praep. [[cum]] gen. (по)среди, между (ὤμων, γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Hom.).<br /><b class="num">I</b> эп. [[μεσσηγύ]] τό indecl.<br /><b class="num">1)</b> промежуток, пространство (τὸ [[πᾶν]] μ. HH);<br /><b class="num">2)</b> середина: τὸ μ. ἤματος Theocr. полдень.
}}
}}