μέλε: Difference between revisions

321 bytes added ,  31 December 2018
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέλε]] (Α)<br />αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική [[προσφώνηση]] για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, [[καλέ]] μου, ευλογημένε, καημένε («[[ἐπειδή]] γ', ὦ [[μέλε]], ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ' ἡμῑν ἀξίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) σαρκαστικά, υβριστικά («διαρραγείης, ὦ [[μέλε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[κλητική]] [[προσφώνηση]] <i>ὦ [[μέλε]] της αρχαίας προφορικής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[μωρέ]], [[καλέ]]), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], πρόκειται για συντετμημένο τ. της κλητ. <i>ὦ μέλεε</i> του επιθέτου [[μέλεος]] «δυστυχισμένος, [[άθλιος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὦ [[τάλαν]]: <i>ὦ τᾶν</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για [[κλητική]] ενός αμάρτυρου [[μέλος]] «όμορφος, [[αγαπητός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melior</i>, συγκρ. του <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»)].
|mltxt=[[μέλε]] (Α)<br />αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική [[προσφώνηση]] για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, [[καλέ]] μου, ευλογημένε, καημένε («[[ἐπειδή]] γ', ὦ [[μέλε]], ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ' ἡμῑν ἀξίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) σαρκαστικά, υβριστικά («διαρραγείης, ὦ [[μέλε]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[κλητική]] [[προσφώνηση]] <i>ὦ [[μέλε]] της αρχαίας προφορικής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> νεοελλ. [[προσφώνηση]] [[μωρέ]], [[καλέ]]), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], πρόκειται για συντετμημένο τ. της κλητ. <i>ὦ μέλεε</i> του επιθέτου [[μέλεος]] «δυστυχισμένος, [[άθλιος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὦ [[τάλαν]]: <i>ὦ τᾶν</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για [[κλητική]] ενός αμάρτυρου [[μέλος]] «όμορφος, [[αγαπητός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melior</i>, συγκρ. του <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέλε:''' και ὦμέλε, μόνο στην κλητ., ὦ [[μέλε]], αγαπητέ! [[καλέ]] μου φίλε! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).<br /><b class="num">• [[μέλε]]:</b> Επικ. αντί [[ἔμελε]], γʹ ενικ. παρατ. του [[μέλω]].
}}
}}