μέλε
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
English (LSJ)
(A), Ep. 3sg. impf. from μέλω, Od.5.6.
(B), Att. voc., used as a familiar address to both sexes, ὦ μ.
A my friend! Ar.Eq.671, Nu.33, 1192, V.1400, Pax 137, Ec.120, 133; νὴ Δία, ὦ μ. Pl.Tht.178e; τί κόπτεις, ὦ μ.; Men.457: sarcastically, διαρραγείης, ὦ μ. Ar.Av.1257. (Gramm. expl. it by ὦ ἐπι-μελ-είας ἄξιε καὶ οἷον με-μελ-ημένε, Sch.Pl. l.c. (who says it was originally used by women only), or connect it with μέλεος, Sch.Ar.Eq.668: but it is perhaps voc. of Μέλος 'good', cf. Lat. melior.)
German (Pape)
[Seite 121] ὦ μέλε, in attischer Umgangssprache sehr gebräuchliche Anrede, sowohl an Männer als an Frauen, Trauter, Guter, Lieber, Ar. Equ. 669 Nubb. 33 Eccl. 120. 133. 245 u. öfter; νὴ Δία ὦ μέλε, Plat. Theaet. 178 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 279; später nur in der Anrede an Männer. Die Abltg von μέλεος, so daß es für μέλεε stehen sollte, ist unpassend, da es in den meisten Fällen einen entschieden lobenden Sinn hat; Buttmann nimmt einen mit μέλι zusammenhangenden nom. μέλος an, die alten Gramm. erkl. ὦ ἐπιμελείας ἄξιε καὶ οἷον μεμελημένε.
French (Bailly abrégé)
ὦ μέλε en parl. à un homme ou à une femme : mon ami ! mon bon ami !.
Étymologie: DELG obscur car familier.
2poét. c. ἔμελε, 3ᵉ sg. impf. de μέλει ; v. μέλω.
Russian (Dvoretsky)
μέλε: II эп. (= ἔμελε) 3 л. impf. sing. к μέλω.
ὦ μέλε! interj. (в обращении) милый мой!, дружок! Plat., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μέλε: Ἐπικ. γ΄ παρατ. τοῦ ῥήμ. μέλω, Ὀδ. Ε. 6.
Greek Monolingual
μέλε (Α)
αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ', ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ' ἡμῖν ἀξίας», Αριστοφ.)
β) σαρκαστικά, υβριστικά («διαρραγείης, ὦ μέλε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κλητική προσφώνηση ὦ μέλε της αρχαίας προφορικής γλώσσας (πρβλ. νεοελλ. προσφώνηση μωρέ, καλέ), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για συντετμημένο τ. της κλητ. ὦ μέλεε του επιθέτου μέλεος «δυστυχισμένος, άθλιος» (πρβλ. ὦ τάλαν: ὦ τᾶν). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για κλητική ενός αμάρτυρου μέλος «όμορφος, αγαπητός» (πρβλ. λατ. melior, συγκρ. του bonus «ωραίος»)].
Greek Monotonic
μέλε: και ὦμέλε, μόνο στην κλητ., ὦ μέλε, αγαπητέ! καλέ μου φίλε! σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
• μέλε: Επικ. αντί ἔμελε, γʹ ενικ. παρατ. του μέλω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: voc.
Meaning: in ὦ μέλε sthing like my best (friend), Att. voc. (com., Pl.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Probably with Kretschmer Glotta 6, 297 shortened from ὦ μέλεε; compare (also for the meaning) ὦ τᾶν from ὦ τάλαν (Schwyzer 547). Diff. Prellwitz 287: from *μέλος good, dear to Lat. melior, μέλει μοι etc.
Middle Liddell
and ὦ μέλε, only in voc., ὦ μέλε, dear!good friend! Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μέλε: {méle}
Meaning: in ὦ μέλε etwa mein Bester, mein Lieber, att. Vok. (Kom., Pl.) strittigen Ursprungs.
Etymology: Wahrscheinlich mit Kretschmer Glotta 6, 297 aus ὦ μέλεε abgekürzt; ähnlich (auch begrifflich) ὦ τᾶν aus ὦ τάλαν u. a. (Schwyzer 547). Anders Prellwitz 287: von *μέλος gut, lieb zu lat. melior, μέλει μοι usw.
Page 2,200