3,271,364
edits
(25) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετατίθημι]] (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μεταθέτω]]. | |mltxt=[[μετατίθημι]] (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μεταθέτω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>μετ-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[ανάμεσα]], <i>τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν</i> ([[άλλη]] [[γραφή]] <i>μεθέηκεν</i>), [[τότε]] δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] διαφορετικά·<br /><b class="num">1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], λέγεται για [[συνθήκη]], σε Θουκ., Ξεν.· [[μετατίθημι]] [[τὰς]] ἐπωνυμίας ἐπὶ [[ὑός]], [[αλλάζω]] τα ονόματά τους και τους [[προσφωνώ]] με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι [[ἀντί]] τινος, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] ενός άλλου πράγματος, [[υποκαθιστώ]], σε Δημ. <b>3. α)</b> Μέσ., [[τροποποιώ]] ό,τι ανήκει σε μένα ή [[υπέρ]] [[εμού]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Ξεν.· <i>μετατίθεσθαι τὴν γνώμην</i>, [[υιοθετώ]] μια [[νέα]] [[γνώμη]], σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ., σε Πλάτ. <b>β)</b> [[μετατίθημι]] (<i>τὸν φόβον</i>), [[απαλλάσσω]], [[μεταθέτω]] το φόβο μου, σε Δημ. <b>γ)</b> με [[διπλή]] αιτ., τὸ κείνων κακὸν [[τῷδε]] [[κέρδος]] [[μετατίθημι]], μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε [[κέρδος]] γι' αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., μεταβάλλομαι, [[αλλάζω]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |