Anonymous

μετατίθημι: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>μετ-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[ανάμεσα]], <i>τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν</i> ([[άλλη]] [[γραφή]] <i>μεθέηκεν</i>), [[τότε]] δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] διαφορετικά·<br /><b class="num">1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], λέγεται για [[συνθήκη]], σε Θουκ., Ξεν.· [[μετατίθημι]] [[τὰς]] ἐπωνυμίας ἐπὶ [[ὑός]], [[αλλάζω]] τα ονόματά τους και τους [[προσφωνώ]] με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι [[ἀντί]] τινος, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] ενός άλλου πράγματος, [[υποκαθιστώ]], σε Δημ. <b>3. α)</b> Μέσ., [[τροποποιώ]] ό,τι ανήκει σε μένα ή [[υπέρ]] [[εμού]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Ξεν.· <i>μετατίθεσθαι τὴν γνώμην</i>, [[υιοθετώ]] μια [[νέα]] [[γνώμη]], σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ., σε Πλάτ. <b>β)</b> [[μετατίθημι]] (<i>τὸν φόβον</i>), [[απαλλάσσω]], [[μεταθέτω]] το φόβο μου, σε Δημ. <b>γ)</b> με [[διπλή]] αιτ., τὸ κείνων κακὸν [[τῷδε]] [[κέρδος]] [[μετατίθημι]], μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε [[κέρδος]] γι' αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., μεταβάλλομαι, [[αλλάζω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μετατίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]], αόρ. αʹ <i>μετ-έθηκα</i>, αόρ. βʹ <i>-έθην</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[ανάμεσα]], <i>τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκεν</i> ([[άλλη]] [[γραφή]] <i>μεθέηκεν</i>), [[τότε]] δεν θα είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο ανάμεσά μας, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[τοποθετώ]] διαφορετικά·<br /><b class="num">1.</b> με τοπική [[σημασία]], [[μεταφέρω]], [[μεταθέτω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]], λέγεται για [[συνθήκη]], σε Θουκ., Ξεν.· [[μετατίθημι]] [[τὰς]] ἐπωνυμίας ἐπὶ [[ὑός]], [[αλλάζω]] τα ονόματά τους και τους [[προσφωνώ]] με το όνομα του γουρουνιού, σε Ηρόδ.· μετατίθημί τι [[ἀντί]] τινος, [[τοποθετώ]] [[κάτι]] στη [[θέση]] ενός άλλου πράγματος, [[υποκαθιστώ]], σε Δημ. <b>3. α)</b> Μέσ., [[τροποποιώ]] ό,τι ανήκει σε μένα ή [[υπέρ]] [[εμού]], <i>τοὺς νόμους</i>, σε Ξεν.· <i>μετατίθεσθαι τὴν γνώμην</i>, [[υιοθετώ]] μια [[νέα]] [[γνώμη]], σε Ηρόδ.· ομοίως, αμτβ., σε Πλάτ. <b>β)</b> [[μετατίθημι]] (<i>τὸν φόβον</i>), [[απαλλάσσω]], [[μεταθέτω]] το φόβο μου, σε Δημ. <b>γ)</b> με [[διπλή]] αιτ., τὸ κείνων κακὸν [[τῷδε]] [[κέρδος]] [[μετατίθημι]], μεταστρέφει τα ύπουλα σχέδιά τους σε [[κέρδος]] γι' αυτόν, σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., μεταβάλλομαι, [[αλλάζω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετατίθημι:''' <b class="num">1)</b> ставить между, помещать посреди, т. е. вносить, устраивать (τὁσον κέλαδον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> перемещать, переставлять, переносить (τι εἰς τὸ [[πρόσθεν]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> вносить изменения, (из)менять: μ. τὰς ἐπωνυμίας ἐπί τινος Her. переименовывать по имени чего-л.; μ. τι [[ἀντί]] τινος Dem. заменять что-л. чем-л.; μετατίθεσθαι τὴν γνώμην Her. изменять свое мнение;<br /><b class="num">4)</b> med. отменять (νόμους Xen.): μ. τὰ εἰρημένα Xen. взять обратно свои слова;<br /><b class="num">5)</b> превращать (τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν Anth.; med. τὸ κακὸν χέρδος Soph.);<br /><b class="num">6)</b> med. исправлять (τἡν ἄγνοιαν Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> med. примыкать к другой стороне, переходить (πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρησιν Polyb.; [[ἀπό]] τινος εἴς τι NT): ὁ μεταθέμενος Diog. L. изменивший свои (философские) взгляды, примкнувший к другой школе;<br /><b class="num">8)</b> прекращать, оканчивать (τὸν βίον Diog. L.).
}}
}}