3,274,216
edits
(24) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM [[μέλλω]])<br /><b>1.</b> [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], έχω στον νου μου να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε<br />πρόκειται να... ή [[είναι]] ενδεχόμενο να... ή [[είναι]] πεπρωμένο να...<br />β) έμελλε<br />ήταν μοιραίο<br />γ) <i>μέλλεται</i><br />[[είναι]] γραφτό, [[είναι]] πεπρωμένο<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[μέλλων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[μελλοντικός]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[μέλλοντας]] και [[μέλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «όπου του μέλλει να πνιγεί [[ποτέ]] του δεν πεθαίνει» — εάν [[είναι]] μοιραίο να έχει [[κάποιος]] αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες<br />β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι [[είναι]] μοιραίο να πάθει [[κάποιος]] δεν μπορεί να το αποφύγει<br /><b>μσν.</b><br />[[αναμένω]], [[περιμένω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] προορισμένος από τη [[μοίρα]] να πράξω ή να υποστώ [[κάτι]] («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῡ [[κοάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οφείλω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[λίην]] σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) [[συμπεραίνω]] ύστερα από [[σκέψη]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[μέλλω]] που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε [[δαίμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] πιθανότητας στο [[παρόν]]) [[νομίζω]], [[υποθέτω]], μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]] («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τί οὐ [[μέλλω]];» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, [[πράγματι]], τί νόμιζες; β) «[[μέλλων]] [[σφυγμός]]» — [[αραιός]] [[σφυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[μέλλω]] ανάγεται πιθ. σε τ. <i>μελ</i>-<i>γο</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i>- «[[διστάζω]], [[αργώ]]») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>mellere</i> «[[αναβάλλω]] μια [[δίκη]]» και αρχ. ιρλδ. <i>mall</i> «[[αργός]], [[οκνηρός]]». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε [[μέλος]] «[[φροντίδα]]», [[οπότε]] συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μέλω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους τ. [[μολεῖν]] «[[έρχομαι]]», «[[πορεύομαι]]», ενώ [[είναι]] αμφίβολη και προβληματική η [[σύνδεση]] της με τη λ. [[μέλος]] και το λατ. <i>molior</i> «[[κινώ]], [[παρακινώ]]». Η αρχική σημ. του ρήματος [[είναι]] «προορίζομαι, [[προτίθεμαι]]», ενώ η [[τοποθέτηση]] της πρόθεσης στο [[μέλλον]] και η μελλοντική [[χροιά]] που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους [[καθαρά]] εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η [[σημασία]] «[[διστάζω]], [[αργώ]]» [[είναι]] [[υστερογενής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μέλλημα]], [[μέλλησις]], [[μελλησμός]], [[μελληστής]], [[μελλητής]], [[μελλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέλλησμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελλόγαμπρος]], [[μελλόγαμος]], [[μελλοθάνατος]], [[μελλόνυμφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελλάρχων]], [[μελλέβιος]], [[μελλείρην]], [[μελλέπταρμος]], [[μελλέφηβος]], [[μελλιέρη]], [[μελλογραμματεύς]], <i>μελλογυμνασίαρχος</i>, [[μελλοδειπνικός]], [[μελλολέων]], [[μελλονικιώ]], [[μελλονυμφίος]], [[μελλόπαις]], [[μελλόπλουτος]], [[μελλόποσις]], [[μελλοπρόεδρος]], [[μελλοπρύτανις]], [[μελλοφωτιστής]], [[μελλυμέναιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελλοβασιλεύς]], [[μελλοκυρία]], [[μελλοπατρίκιος]], [[μελλοπεθερά]], [[μελλοφανής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντεπιμέλλω]], [[αντιμέλλω]], [[διαμέλλω]], [[καταμέλλω]]. | |mltxt=(ΑM [[μέλλω]])<br /><b>1.</b> [[προτίθεμαι]], [[σκοπεύω]], έχω στον νου μου να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον [[πατέρα]] τὸν ἐμόν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (το γ' εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε<br />πρόκειται να... ή [[είναι]] ενδεχόμενο να... ή [[είναι]] πεπρωμένο να...<br />β) έμελλε<br />ήταν μοιραίο<br />γ) <i>μέλλεται</i><br />[[είναι]] γραφτό, [[είναι]] πεπρωμένο<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) [[μέλλων]], -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />[[μελλοντικός]]<br /><b>4.</b> (το αρσ. και το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[μέλλοντας]] και [[μέλλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> α) «όπου του μέλλει να πνιγεί [[ποτέ]] του δεν πεθαίνει» — εάν [[είναι]] μοιραίο να έχει [[κάποιος]] αιφνίδιο και επώδυνο θάνατο, δεν πεθαίνει από συνήθεις ασθένειες<br />β) «ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει» — ό,τι [[είναι]] μοιραίο να πάθει [[κάποιος]] δεν μπορεί να το αποφύγει<br /><b>μσν.</b><br />[[αναμένω]], [[περιμένω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[είμαι]] προορισμένος από τη [[μοίρα]] να πράξω ή να υποστώ [[κάτι]] («ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾱς τοῡ [[κοάξ]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οφείλω]] σύμφωνα με το [[δίκαιο]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («καὶ [[λίην]] σέ γ' ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[δήλωση]] συμπεράσματος που εξάγεται εκ τών προτέρων) [[συμπεραίνω]] ύστερα από [[σκέψη]] ότι θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[μέλλω]] που ἀπέχθεσθαι Διὶ πατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κελευσέμεναι δὲ σ' ἔμελλε [[δαίμων]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[δήλωση]] [[μεγάλης]] πιθανότητας στο [[παρόν]]) [[νομίζω]], [[υποθέτω]], μού φαίνεται πιθανό («ἐμέλλετ' ἆρ ἅπαντες ἀνασείειν βοήν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χρονοτριβώ]], [[αναβάλλω]], [[καθυστερώ]] («τοὺς ξυμμάχους... οὐ μελλήσομεν τιμωρεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τί οὐ [[μέλλω]];» ή «τί μέλλει;» — βεβαίως, ναι, [[πράγματι]], τί νόμιζες; β) «[[μέλλων]] [[σφυγμός]]» — [[αραιός]] [[σφυγμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[μέλλω]] ανάγεται πιθ. σε τ. <i>μελ</i>-<i>γο</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>mel</i>- «[[διστάζω]], [[αργώ]]») και συνδέεται πιθ. με τα λατ. <i>pr</i><i>ō</i>-<i>mellere</i> «[[αναβάλλω]] μια [[δίκη]]» και αρχ. ιρλδ. <i>mall</i> «[[αργός]], [[οκνηρός]]». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε [[μέλος]] «[[φροντίδα]]», [[οπότε]] συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[μέλω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τους τ. [[μολεῖν]] «[[έρχομαι]]», «[[πορεύομαι]]», ενώ [[είναι]] αμφίβολη και προβληματική η [[σύνδεση]] της με τη λ. [[μέλος]] και το λατ. <i>molior</i> «[[κινώ]], [[παρακινώ]]». Η αρχική σημ. του ρήματος [[είναι]] «προορίζομαι, [[προτίθεμαι]]», ενώ η [[τοποθέτηση]] της πρόθεσης στο [[μέλλον]] και η μελλοντική [[χροιά]] που έλαβε το ρ. οφείλεται σε λόγους [[καθαρά]] εμφατικούς (ειδικά όταν πρόκειται για το πεπρωμένο). Η [[σημασία]] «[[διστάζω]], [[αργώ]]» [[είναι]] [[υστερογενής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[μέλλημα]], [[μέλλησις]], [[μελλησμός]], [[μελληστής]], [[μελλητής]], [[μελλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέλλησμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μελλόγαμπρος]], [[μελλόγαμος]], [[μελλοθάνατος]], [[μελλόνυμφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μελλάρχων]], [[μελλέβιος]], [[μελλείρην]], [[μελλέπταρμος]], [[μελλέφηβος]], [[μελλιέρη]], [[μελλογραμματεύς]], <i>μελλογυμνασίαρχος</i>, [[μελλοδειπνικός]], [[μελλολέων]], [[μελλονικιώ]], [[μελλονυμφίος]], [[μελλόπαις]], [[μελλόπλουτος]], [[μελλόποσις]], [[μελλοπρόεδρος]], [[μελλοπρύτανις]], [[μελλοφωτιστής]], [[μελλυμέναιος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μελλοβασιλεύς]], [[μελλοκυρία]], [[μελλοπατρίκιος]], [[μελλοπεθερά]], [[μελλοφανής]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντεπιμέλλω]], [[αντιμέλλω]], [[διαμέλλω]], [[καταμέλλω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέλλω:''' παρατ. <i>ἔμελλον</i> ή [[ἤμελλον]], Επικ. <i>[[μέλλον]]</i>, Ιων. <i>μέλλεσκον</i>, μέλ. [[μελλήσω]], αόρ. αʹ [[ἐμέλλησα]] — Παθ., βλ. κατωτ. III.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[προτίθεμαι]] να κάνω, ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]], με απαρ., [[κυρίως]] απαρ. μέλ., <i>τάχ' ἔμελλε δώσειν</i>, ήταν [[μόλις]] [[έτοιμος]] να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· [[συχνά]] με το οὐκ [[ἄρα]], όπως, <i>οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν;</i> δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι [[έτοιμος]] να κάνω [[κάτι]] (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], <i>τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον</i>, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν [[οἶκος]] ἀφνειὸς [[ἔμμεναι]], το [[σπίτι]] ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν</i>, εάν ήμαστε σε [[θέση]] να αναφέρουμε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]] μια [[βεβαιότητα]], [[μέλλω]] ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει [[αμάρτημα]] [[έναντι]] των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τονίζω]] μια [[πιθανότητα]], όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' [[ἀκουέμεν]], είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις [[ἴδμεναι]], πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' [[ἆρα]] πάντες ἀνασείειν βοήν, [[επιπλέον]], δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) [[βοή]], θα ψηφίσετε δια βοής [[υποταγή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τονίζω]] μια απλή [[πρόθεση]] για [[κάτι]], έχω [[πάντοτε]] την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[ποτέ]] να το κάνω, και έτσι [[καθυστερώ]], [[αναβάλλω]], [[διστάζω]], έχω ενδοιασμούς, [[κυρίως]] με απαρ. ενεστ., <i>τί μέλλομεν χωρεῖν;</i> σε Σοφ.· [[συχνά]] ακολουθ. από το <i>μὴ οὐ</i> ή <i>μή</i>, <i>τί μέλλομεν μὴ πράσσειν;</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέλλω]] [[συχνά]] υφίσταται [[χωρίς]] το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας [[αὐτοῦ]]; (απάντ.): τί δ' οὐ [[μέλλω]]; [[γιατί]] δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι [[σίγουρος]] ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· <i>οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε</i> (ενν. [[παθεῖν]]), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το [[μέλλω]] φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, <i>τὸ μέλλειν ἀγαθά</i> (ενν. <i>πράσσειν</i>), [[προσδοκία]] για [[καλά]] πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. <i>[[μέλλων]]</i> [[χωρίς]] απαρ. (όπου το [[εἶναι]] ή το <i>[[γίγνεσθαι]]</i> είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ [[μέλλων]] [[χρόνος]], ὁ [[μελλοντικός]] [[χρόνος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ιδίως]] στο ουδ., <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, <i>τὰ μέλλοντα</i>, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, [[συμβάν]], [[ζήτημα]], το [[μέλλον]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., <i>τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται</i>, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> το <i>μέλλομαι</i> ως Παθ., <i>ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα</i>, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ. | |||
}} | }} |