3,274,159
edits
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (ΑΜ) [[μνηστήρ]]<br /><b>βλ.</b> [[μνηστήρας]]. | |mltxt=ὁ (ΑΜ) [[μνηστήρ]]<br /><b>βλ.</b> [[μνηστήρας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μνηστήρ:''' ([[μνάομαι]]), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>μνηστήρεσσι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιζητεί την [[εύνοια]] μιας γυναίκας, ο [[διεκδικητής]] της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς [[μνηστήρ]], σε Ηρόδ.· γάμων [[μνηστήρ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανακαλεί στη [[μνήμη]], που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ. | |||
}} | }} |