μνηστήρ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
Dor. μναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ep. dat. pl. μνηστήρεσσι,
A wooer, suitor, freq. in Od. of the suitors of Penelope, 1.91, al., cf. Pi.P.9.106, Th.1.9, S.Tr. 9, 15: c. gen., παιδὸς τῆς ἐμῆς μ. Hdt.6.130; γάμων μ. A.Pr.740: metaph., μ. ἀγώνων, πολέμου, στεφάνων, Pi.P.12.24,N.1.16,Fr.19; καλοῖς ἔργοις ὧν μνηστῆρα τὸν κίνδυνον εἶναι J.AJ17.6.2.
II Μναστήρ, ὁ, a month at Messene, IG5(1).1447 (iii/ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 195] ῆρος, ὁ, der Freier, oft in der Od. von den Freiern der Penelope, μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, 1, 368; Pind. P. 9, 110; γάμων, Aesch. prom. 742; Soph. Tr. 9. 15; Eur. Hel. 98 u. öfter; τοὺς Ἑλένης μνηστῆρας auch Thuc. 1, 9; Plat. Ion 535 b; Xen. Cyr. 8, 4. 15; Sp. wie Luc. V. H. 2, 35; – der Erinnerer, Anreger, εὐκλεᾶ μναστῆρ' ἀγώνων, Pind. P. 12, 24, u. λαὸν πολέμου μναστῆρα, N. 1, 16, des Kampfes gedenkend; nachgeahmt bei Nonn., εἰλαπίνης μνηστήρ, = μνήμων.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
celui qui recherche en mariage, prétendant.
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνηστήρ:
I дор. μναστήρ, ῆρος adj. помнящий, не забывающий (ἀγώνων, πολέμου Pind.).
II дор. μναστήρ, ῆρος ὁ искатель руки, претендент на руку (παιδὸς ἐμῆς Her.; Ἑλένης Thuc.): μ. γάμων Aesch. стремящийся сочетаться браком.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστήρ: Δωρ. μναστήρ, -ῆρος, ὁ, Ἐπικ. δοτ. πληθ., μνηστήρεσσι· (μνάομαι)· - ὁ ἐπιζητῶν τὴν ἀγάπην γυναικός, ὁ θέλων νὰ λάβῃ γυναῖκά τινα εἰς γάμον καὶ ζητῶν αὐτήν, ἐραστής, «ἀρραβωνιαστικός», συχν. ἐν τῇ ’Οδ. ἐπὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, πρβλ. Σοφ. Τρ. 9 καὶ 15· μετὰ γεν., παιδὸς ἐμῆς μν. Ἡρόδ. 6. 130· ὡσαύτως, γάμων μν. Αἰσχύλ. Πρ. 739. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν εἰς τὴν μνήμην, φέρων εἰς τὸν νοῦν, ἀγώνων, πολέμου, Πινδ. Π. 12. 41, Ν. 1. 24.
English (Autenrieth)
ῆρος (μνάομα Od. 9.2): only pl., suitors, of whom Penelope had 108, and they had 10 servants, Od. 16.247.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μνηστήρ: (μνάομαι), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. μνηστήρεσσι·
I. αυτός που επιζητεί την εύνοια μιας γυναίκας, ο διεκδικητής της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς μνηστήρ, σε Ηρόδ.· γάμων μνηστήρ, σε Αισχύλ.
II. αυτός που ανακαλεί στη μνήμη, που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.
Middle Liddell
μνηστήρ, doric μναστήρ, ῆρος, ὁ, μνάομαι
I. a wooer, suitor, Od.; c. gen., παιδὸς ἐμῆς μν. Hdt.; γάμων μν. Aesch.
II. calling to mind, mindful of, c. gen., Pind.