μοιχικός: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μοιχικός]], -ή, -όν) [[μοιχός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη [[μοιχεία]] («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για [[μοιχεία]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μοιχεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιχικῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μοιχικός]], -ή, -όν) [[μοιχός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη [[μοιχεία]] («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για [[μοιχεία]], <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μοιχεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοιχικῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ.
}}
}}