Anonymous

μοιχικός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ.
|lsmtext='''μοιχικός:''' -ή, -όν, [[μοιχικός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μοιχεία]], <i>μοιχικαὶ διαβολαί</i>, κατηγορίες για [[διάπραξη]] μοιχείας, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιχικός:''' <b class="num">1)</b> распутный, развратный (μ. καὶ [[ἀκόλαστος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> касающийся прелюбодеяния (μοιχικαὶ πρός τινα διαβολαί Luc.).
}}
}}