μινυρός: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μινυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μικρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]].
|mltxt=[[μινυρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μικρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}