Anonymous

μινυρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῐνῠρός:''' <b class="num">1)</b> издающий писк или пискливый (ὀρτάλιχοι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> жалобный: μινυρὰ θρέεσθαι Aesch. жалобно стонать.
}}
}}