νεαίρετος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεαίρετος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυριεύθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αιρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱρῶ</i> «[[κυριεύω]]»)].
|mltxt=[[νεαίρετος]], -ον (Α)<br />αυτός που κυριεύθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αιρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αἱρῶ</i> «[[κυριεύω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεαίρετος:''' -ον, αυτός που έχει πρόσφατα συλληφθεί, που έχει κυριευθεί, σε Αισχύλ.
}}
}}