νεόκτονος: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόκτονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[νεόκτονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρό</i>-<i>κτονος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόκτονος:''' -ον ([[κτείνω]]), πρόσφατα ή [[μόλις]] σκοτωμένος, σε Πίνδ.
}}
}}