νεόκτονος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
νεόκτονον, (κτείνω) lately or just killed, Pi.N.8.30.
German (Pape)
[Seite 242] neuerdings, eben erst getödtet, Pind. N. 8, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d'être tué.
Étymologie: νέος, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
νεόκτονος: только что убитый Pind.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκτονος: -ον, (κτείνω) ὁ πρὸ μικροῦ ἢ ἄρτι φονευθείς, Πινδ. Ν. 8. 51.
English (Slater)
νεόκτονος newly slain ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)
Greek Monolingual
νεόκτονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κτονος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Greek Monotonic
νεόκτονος: -ον (κτείνω), πρόσφατα ή μόλις σκοτωμένος, σε Πίνδ.