νεοπηγής: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>, <i>καινο</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>, <i>καινο</i>-<i>πηγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.
}}
}}