Anonymous

νεοπηγής: Difference between revisions

From LSJ
26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοπηγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>πηγής</i>, <i>καινο</i>-<i>πηγής</i>].
}}
}}