νόημα: Difference between revisions

700 bytes added ,  31 December 2018
5
(27)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νόημα]], Α ιων. συνηρ. τ. [[νῶμα]]) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> ό,τι σκέπτεται [[κάποιος]], ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το [[νοούμενο]], ο [[στοχασμός]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[λόγος]], [[πρόθεση]], [[σχέδιο]] («δεν μπόρεσε [[κανείς]] να καταλάβει το [[νόημα]] της επίσκεψής του»)<br /><b>3.</b> η κεντρική [[ιδέα]], η [[σκέψη]] που κυριαρχεί<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («τα [[λόγια]] του δεν έχουν κανένα [[νόημα]]»)<br /><b>2.</b> [[γνέψιμο]], [[νεύμα]] («του έκανα [[νόημα]] να σωπάσει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως φιλοσ. όρος) η [[ιδέα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[αίσθηση]] («φύσει διῄρηται τά τε νοήματα καὶ τὰ αἰσθήματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> νοητική [[δύναμη]], [[νόηση]] («[[θεός]]... οὔ τι [[δέμας]] θνητοῑσιν [[ὁμοίιος]], οὐδὲ νοήματι», Ξενοφ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἅμα νοήματι» — εν [[ριπή]] οφθαλμού, [[γρήγορα]] όσο μια [[σκέψη]] <b>(Επίκτ.)</b>.
|mltxt=το (ΑΜ [[νόημα]], Α ιων. συνηρ. τ. [[νῶμα]]) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> ό,τι σκέπτεται [[κάποιος]], ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το [[νοούμενο]], ο [[στοχασμός]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[λόγος]], [[πρόθεση]], [[σχέδιο]] («δεν μπόρεσε [[κανείς]] να καταλάβει το [[νόημα]] της επίσκεψής του»)<br /><b>3.</b> η κεντρική [[ιδέα]], η [[σκέψη]] που κυριαρχεί<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[έννοια]], [[σημασία]] («τα [[λόγια]] του δεν έχουν κανένα [[νόημα]]»)<br /><b>2.</b> [[γνέψιμο]], [[νεύμα]] («του έκανα [[νόημα]] να σωπάσει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως φιλοσ. όρος) η [[ιδέα]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[αίσθηση]] («φύσει διῄρηται τά τε νοήματα καὶ τὰ αἰσθήματα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> νοητική [[δύναμη]], [[νόηση]] («[[θεός]]... οὔ τι [[δέμας]] θνητοῑσιν [[ὁμοίιος]], οὐδὲ νοήματι», Ξενοφ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἅμα νοήματι» — εν [[ριπή]] οφθαλμού, [[γρήγορα]] όσο μια [[σκέψη]] <b>(Επίκτ.)</b>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νόημα:''' -ατος, τό ([[νοέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που κατανοεί [[κάποιος]], [[διανόημα]], [[σκέψη]], [[ιδέα]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.· χρησιμ. ως [[σύμβολο]] της ταχύτητας, της γρήγορης κίνησης· ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], σε Όμηρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[νόησις]], [[κατανόηση]], [[διάνοια]], [[νους]], σε Όμηρ.· [[διάθεση]], σε Πίνδ.
}}
}}