Anonymous

νόημα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νόημα:''' -ατος, τό ([[νοέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που κατανοεί [[κάποιος]], [[διανόημα]], [[σκέψη]], [[ιδέα]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.· χρησιμ. ως [[σύμβολο]] της ταχύτητας, της γρήγορης κίνησης· ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], σε Όμηρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[νόησις]], [[κατανόηση]], [[διάνοια]], [[νους]], σε Όμηρ.· [[διάθεση]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''νόημα:''' -ατος, τό ([[νοέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που κατανοεί [[κάποιος]], [[διανόημα]], [[σκέψη]], [[ιδέα]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αττ.· χρησιμ. ως [[σύμβολο]] της ταχύτητας, της γρήγορης κίνησης· ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ [[νόημα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], σε Όμηρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[νόησις]], [[κατανόηση]], [[διάνοια]], [[νους]], σε Όμηρ.· [[διάθεση]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νόημα:''' ион. тж. [[νῶμα]], ατος τό<br /><b class="num">1)</b> (тж. φρενὸς ν. Arph.) мысль ([[ὠκὺς]] [[ὡσεὶ]] ν. Hom.);<br /><b class="num">2)</b> замысел, намерение (νοήματα ἐκτελέειν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> мышление, сознание (ἐπωρώθη τὰ νοήματα αὐτῶν NT): παραπλάζειν ν. (τινος) Hom. помутить чье-л. сознание.
}}
}}