3,274,919
edits
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μοχθηρός]], -ά, θηλ. και -ός -όν, Α και μόχθηρος, -ον)<br />[[κακός]], [[φαύλος]], [[πανούργος]], ανέντιμος, [[αχρείος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αισθάνεται φθόνο για την [[ευτυχία]] τών άλλων, [[κακόβουλος]], [[δόλιος]], [[κακεντρεχής]], [[φθονερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]] στην [[υγεία]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] σε κακή [[κατάσταση]],<br /><b>4.</b> [[ασθενικός]], αρρωστιάρικος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo μοχθηρόν</i> α) το [[μουχτερό]]<br />β) [[δυσκολία]]<br />γ) [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μοχθηρά</i><br />τα βλαβερά για την [[υγεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υφίσταται μόχθους, κόπους, κακοπάθειες («ὦ Ζεῡ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας [[γένος]] μοχθηρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) ο συνυφασμένος με αθλιότητες ή με δυσχέρειες ή αυτός που γίνεται με δυσκολίες και κινδύνους («οὕτω ὁ μὲν [[θάνατος]], μοχθηρᾱς ἐούσης τῆς ζωῆς, [[καταφυγὴ]] αἱρετωτάτη τῷ ἀνθρώπῳ γέγονε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[άσχημος]], [[δύσμορφος]], [[δυσειδής]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε άθλια [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα) εδραιωμένος σε. εσφαλμένη [[βάση]], [[σαθρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μοχθηρά τλῆναι» — το να υφίσταται [[κανείς]] ταλαιπωρίες, μόχθους, βάσανα (<b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοχθηρώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μοχθηρῶς)<br />με μοχθηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πον</i>-<i>ηρός</i>). Ο τ. <i>μόχθηρος</i> με [[ηθική]] σημ. «[[κακός]], [[φαύλος]]» τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην [[προπαραλήγουσα]], <i>μόχθηρε</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>πόνηρε</i>), [[πράγμα]] που οφείλεται [[είτε]] στη γενικότερη [[τάση]] αναβιβασμού του τόνου στην [[κλητική]] (<b>πρβλ.</b> [[Σωκράτης]] - <i>Σώκρατες</i>, [[γυνή]] -<i>γύναι</i> <b>κ.τ.ό.</b>) [[είτε]] σε λόγους εμφάσεως]. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[μοχθηρός]], -ά, θηλ. και -ός -όν, Α και μόχθηρος, -ον)<br />[[κακός]], [[φαύλος]], [[πανούργος]], ανέντιμος, [[αχρείος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αισθάνεται φθόνο για την [[ευτυχία]] τών άλλων, [[κακόβουλος]], [[δόλιος]], [[κακεντρεχής]], [[φθονερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί φόβο, [[φοβερός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[βλάβη]] στην [[υγεία]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] σε κακή [[κατάσταση]],<br /><b>4.</b> [[ασθενικός]], αρρωστιάρικος<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo μοχθηρόν</i> α) το [[μουχτερό]]<br />β) [[δυσκολία]]<br />γ) [[δυσαρέσκεια]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μοχθηρά</i><br />τα βλαβερά για την [[υγεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υφίσταται μόχθους, κόπους, κακοπάθειες («ὦ Ζεῡ, γυναικῶν [[οἷον]] ὤπασας [[γένος]] μοχθηρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις) ο συνυφασμένος με αθλιότητες ή με δυσχέρειες ή αυτός που γίνεται με δυσκολίες και κινδύνους («οὕτω ὁ μὲν [[θάνατος]], μοχθηρᾱς ἐούσης τῆς ζωῆς, [[καταφυγὴ]] αἱρετωτάτη τῷ ἀνθρώπῳ γέγονε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[άσχημος]], [[δύσμορφος]], [[δυσειδής]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε άθλια [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> (για επιχειρήματα) εδραιωμένος σε. εσφαλμένη [[βάση]], [[σαθρός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μοχθηρά τλῆναι» — το να υφίσταται [[κανείς]] ταλαιπωρίες, μόχθους, βάσανα (<b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μοχθηρώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ μοχθηρῶς)<br />με μοχθηρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόχθος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πον</i>-<i>ηρός</i>). Ο τ. <i>μόχθηρος</i> με [[ηθική]] σημ. «[[κακός]], [[φαύλος]]» τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην [[προπαραλήγουσα]], <i>μόχθηρε</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>πόνηρε</i>), [[πράγμα]] που οφείλεται [[είτε]] στη γενικότερη [[τάση]] αναβιβασμού του τόνου στην [[κλητική]] (<b>πρβλ.</b> [[Σωκράτης]] - <i>Σώκρατες</i>, [[γυνή]] -<i>γύναι</i> <b>κ.τ.ό.</b>) [[είτε]] σε λόγους εμφάσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μοχθηρός:''' -ά, -όν ([[μοχθέω]]), κλητ. <i>μόχθηρε</i> (όχι <i>μοχθηρέ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υποφέρει από [[μία]] [[δυσκολία]], που πονάει από την [[ταλαιπωρία]], [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ [[τλῆναι]], [[υποφέρω]] δυστυχίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]], σε ελεεινά χάλια, [[μηδαμινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[μοχθηρῶς]] διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., <i>μοχθηροτέρως ἔχειν</i>, στον ίδ.· <i>-ότερον</i>, σε Ξεν. — υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[πονηρός]], [[αγύρτης]], [[πανούργος]], Λατ. [[pravus]], σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |