3,274,917
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοχθηρός:''' -ά, -όν ([[μοχθέω]]), κλητ. <i>μόχθηρε</i> (όχι <i>μοχθηρέ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υποφέρει από [[μία]] [[δυσκολία]], που πονάει από την [[ταλαιπωρία]], [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ [[τλῆναι]], [[υποφέρω]] δυστυχίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]], σε ελεεινά χάλια, [[μηδαμινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[μοχθηρῶς]] διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., <i>μοχθηροτέρως ἔχειν</i>, στον ίδ.· <i>-ότερον</i>, σε Ξεν. — υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[πονηρός]], [[αγύρτης]], [[πανούργος]], Λατ. [[pravus]], σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''μοχθηρός:''' -ά, -όν ([[μοχθέω]]), κλητ. <i>μόχθηρε</i> (όχι <i>μοχθηρέ</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που υποφέρει από [[μία]] [[δυσκολία]], που πονάει από την [[ταλαιπωρία]], [[δύστυχος]], [[ταλαίπωρος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.· μοχθηρὰ [[τλῆναι]], [[υποφέρω]] δυστυχίες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε κακή [[κατάσταση]], σε ελεεινά χάλια, [[μηδαμινός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[μοχθηρῶς]] διακεῖσθαι, βρίσκομαι σε ελεεινή [[κατάσταση]], σε Πλάτ.· ομοίως στον συγκρ., <i>μοχθηροτέρως ἔχειν</i>, στον ίδ.· <i>-ότερον</i>, σε Ξεν. — υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[έννοια]], [[πονηρός]], [[αγύρτης]], [[πανούργος]], Λατ. [[pravus]], σε Θουκ., Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοχθηρός:''' <b class="num">1)</b> страдающий, несчастный, жалкий (γυναικῶν [[γένος]] Aesch.; [[ζόη]] Her.; [[βίος]] Soph.): μοχθηρὰ [[τλῆναι]] Aesch. терпеть муки; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς! Plat. да ты, бедный, впал в безумие!;<br /><b class="num">2)</b> плохой, дурной, негодный (ἱμάτια Plat.; [[βοῦς]] Arph.; ὕδατα, [[τραγῳδία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> порочный, испорченный (ἔθη Polyb.): μ. τὴν ψυχήν Plat. нравственно испорченный. | |||
}} | }} |