3,270,705
edits
(SL_2) |
(5) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὅγε]] v. ὁ, [[γε]]. | |sltr=[[ὅγε]] v. ὁ, [[γε]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὅγε:''' [[ἥγε]], [[τόγε]],<br /><b class="num">I.</b> η δεικτ. αντων. <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τό</i>, πιο εμφατική με την [[προσθήκη]] του <i>γε</i>, όπως Λατ. hicce, haecce, hocce, αυτός, αυτή, αυτό, σε Όμηρ., Ησίοδ., κ.λπ.· το <i>γε</i> σπάνια, [[πράγματι]] ή [[τουλάχιστον]], Λατ. [[quidem]].<br /><b class="num">II.</b> επιρρηματικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> δοτ. [[τῇγε]], λέγεται για [[τόπο]], εδώ, στο συγκεκριμένο αυτό [[σημείο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αιτ. ουδ. [[τόγε]], γι' αυτόν τον λόγο, γι' αυτόν τον [[πολύ]] συγκεκριμένο λόγο, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |