οἰκοδομέω: Difference between revisions

5
(T22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[οἰκοδόμος]]) ὀικοδομου, ὁ ([[οἶκος]], [[δέμω]] to [[build]]; cf. [[οἰκονόμος]]), a [[builder]], an [[architect]]: L T Tr WH. ([[Herodotus]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others; the Sept..)  
|txtha=([[οἰκοδόμος]]) ὀικοδομου, ὁ ([[οἶκος]], [[δέμω]] to [[build]]; cf. [[οἰκονόμος]]), a [[builder]], an [[architect]]: L T Tr WH. ([[Herodotus]], [[Xenophon]], [[Plato]], [[Plutarch]], others; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ᾠκοδόμησα</i> ([[οἰκοδόμος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτίζω]] [[σπίτι]]· γενικά, [[χτίζω]], [[οικοδομώ]], <i>οἰκίαν</i>, <i>γέφυραν</i>, [[τεῖχος]], σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδομεῖσθαι [[οἴκημα]], [[χτίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[σπίτι]], [[αναθέτω]] σε κάποιους να μου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ανεγείρω]] ή [[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], ἔργα [[ἐπί]] τι, σε Ξεν.· [[οἰκοδομέω]] τέχνην ἔπεσιν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης, [[θεμελιώνω]], [[εδραιώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν</i>, στο ίδ.
}}
}}