Anonymous

οἰκοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ᾠκοδόμησα</i> ([[οἰκοδόμος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτίζω]] [[σπίτι]]· γενικά, [[χτίζω]], [[οικοδομώ]], <i>οἰκίαν</i>, <i>γέφυραν</i>, [[τεῖχος]], σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδομεῖσθαι [[οἴκημα]], [[χτίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[σπίτι]], [[αναθέτω]] σε κάποιους να μου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ανεγείρω]] ή [[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], ἔργα [[ἐπί]] τι, σε Ξεν.· [[οἰκοδομέω]] τέχνην ἔπεσιν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης, [[θεμελιώνω]], [[εδραιώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''οἰκοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ᾠκοδόμησα</i> ([[οἰκοδόμος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[χτίζω]] [[σπίτι]]· γενικά, [[χτίζω]], [[οικοδομώ]], <i>οἰκίαν</i>, <i>γέφυραν</i>, [[τεῖχος]], σε Ηρόδ. — Μέσ., οἰκοδομεῖσθαι [[οἴκημα]], [[χτίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[σπίτι]], [[αναθέτω]] σε κάποιους να μου το χτίσουν, στον ίδ. — Παθ., χτίζομαι, οικοδομούμαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[ανεγείρω]] ή [[ιδρύω]], [[θεμελιώνω]], ἔργα [[ἐπί]] τι, σε Ξεν.· [[οἰκοδομέω]] τέχνην ἔπεσιν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ. επίσης, [[θεμελιώνω]], [[εδραιώνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκοδομέω:''' <b class="num">1)</b> сооружать, строить, воздвигать (πυραμίδα, [[τεῖχος]], γέφυραν Her.; οἰκίας Plat.; τὸν [[νεών]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. строить, создавать (φιλικὰ ἔργα Xen.; τέχνην Arph.);<br /><b class="num">3)</b> назидать, наставлять (πάντα ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ NT): οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὸ ποιεῖν τι NT быть поощряемым к чему-л.
}}
}}