ξυστός: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστός]], -ή, -όν) [[ξύω]]<br /><b>1.</b> ξυσμένος με [[μαχαίρι]] ή [[άλλο]] ξυστικό όργανο, [[λείος]] («ξυστὰ δόρατα», Αρρ.)<br /><b>2.</b> [[τριμμένος]], θρυμματισμένος («[[ξυστό]] [[τυρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυστός]]<br />[[στίβος]], [[κονίστρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ξυστό]]<br />το [[τμήμα]] του κοντακίου τών όπλων που περιβάλλει το [[κάτω]] [[μέρος]] της [[κάννης]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ξυστά]]<br />α) πολύ [[κοντά]], πλησιέστατα, εγγύτατα («το [[αεροπλάνο]] πέρασε [[ξυστά]] από το [[σπίτι]]» <br />β) [[σχεδόν]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]], [[ξώπετσα]], ξώφαλτσα («η [[σφαίρα]] τον πήρε [[ξυστά]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.)<br />(ενν. το ουσ. [[δρόμος]]) [[μέρος]] ιδιωτικού κτήματος προορισμένο για περίπατο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κουρεμένος ή ξυρισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[τόπος]] περιπάτου [[κατάφυτος]] και [[γεμάτος]] γλυπτά, αγάλματα<br />β) περίστυλη [[στοά]] σε γυμναστήριο για χειμερινές ασκήσεις<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) γυμναστήριο<br />δ) [[συνάθροιση]] αθλητών στο γυμναστήριο για αγώνες<br />ε) αρχιτεκτονικό [[εργαλείο]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) ξυσμένο [[ξύλο]] ή [[στέλεχος]] του δόρατος («τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) η ξύλινη [[λαβή]] της λόγχης<br />γ) [[δέσμη]] ακοντίων που συγκρατούσαν με κρίκους, την οποία χρησιμοποιούσαν στις ναυμαχίες<br />δ) [[δόρυ]], [[ακόντιο]] («τῷ ξυστῷ διὰ τοῡ στήθους πατάξας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυστὸς [[μοτός]]» — [[επίθεμα]] από [[ξαντό]]<br />β) «[[μέτρον]] [[ξυστόν]]» — η [[ποσότητα]] ενός είδους που περιέχεται στο [[μέτρο]], δηλ. η [[ποσότητα]] της οποίας η [[επιφάνεια]] δεν υπερβαίνει [[ούτε]] κατέρχεται από το [[μέτρο]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξυστός]], -ή, -όν) [[ξύω]]<br /><b>1.</b> ξυσμένος με [[μαχαίρι]] ή [[άλλο]] ξυστικό όργανο, [[λείος]] («ξυστὰ δόρατα», Αρρ.)<br /><b>2.</b> [[τριμμένος]], θρυμματισμένος («[[ξυστό]] [[τυρί]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξυστός]]<br />[[στίβος]], [[κονίστρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ξυστό]]<br />το [[τμήμα]] του κοντακίου τών όπλων που περιβάλλει το [[κάτω]] [[μέρος]] της [[κάννης]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ξυστά]]<br />α) πολύ [[κοντά]], πλησιέστατα, εγγύτατα («το [[αεροπλάνο]] πέρασε [[ξυστά]] από το [[σπίτι]]» <br />β) [[σχεδόν]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]], [[ξώπετσα]], ξώφαλτσα («η [[σφαίρα]] τον πήρε [[ξυστά]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.)<br />(ενν. το ουσ. [[δρόμος]]) [[μέρος]] ιδιωτικού κτήματος προορισμένο για περίπατο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κουρεμένος ή ξυρισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[τόπος]] περιπάτου [[κατάφυτος]] και [[γεμάτος]] γλυπτά, αγάλματα<br />β) περίστυλη [[στοά]] σε γυμναστήριο για χειμερινές ασκήσεις<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) γυμναστήριο<br />δ) [[συνάθροιση]] αθλητών στο γυμναστήριο για αγώνες<br />ε) αρχιτεκτονικό [[εργαλείο]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) ξυσμένο [[ξύλο]] ή [[στέλεχος]] του δόρατος («τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) η ξύλινη [[λαβή]] της λόγχης<br />γ) [[δέσμη]] ακοντίων που συγκρατούσαν με κρίκους, την οποία χρησιμοποιούσαν στις ναυμαχίες<br />δ) [[δόρυ]], [[ακόντιο]] («τῷ ξυστῷ διὰ τοῡ στήθους πατάξας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυστὸς [[μοτός]]» — [[επίθεμα]] από [[ξαντό]]<br />β) «[[μέτρον]] [[ξυστόν]]» — η [[ποσότητα]] ενός είδους που περιέχεται στο [[μέτρο]], δηλ. η [[ποσότητα]] της οποίας η [[επιφάνεια]] δεν υπερβαίνει [[ούτε]] κατέρχεται από το [[μέτρο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξυστός:''' ὁ ([[ξύω]]), [[στοά]] με [[υπόστεγο]] στη νότια [[πλευρά]] του γυμνασίου, όπου οι αθλητές γυμνάζονταν το χειμώνα· χρησίμευε και για περίπατο, σε Ξεν. κ.λπ.· ονομάστηκε έτσι από το λείο και στιλπνό δάπεδό της.<br /><b class="num">• [[ξυστός]]:</b> -όν ([[ξύω]]), ξυσμένος με [[μαχαίρι]] ή [[ξυήλη]], αυτός που έχει λειανθεί, στιλβωμένος, [[λείος]], σκαλισμένος, [[πελεκητός]], [[στιλπνός]], σε Ηρόδ.
}}
}}