ὀκλάζω: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῑς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῑς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῑς ὁ [[θυμός]]», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θρόνος]] ὀκλάζων» — ο [[οκλαδίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀκλάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. <i>ὀκλάω</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαμάζω]]: [[δαμάω]]), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) «[[μαζί]]» και β' συνθετικό το ρ. [[κλάω]] «[[σπάζω]]». Ωστόσο, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[κάποιος]] [[ονοματικός]] τ.: [[ὀκλάς]], -[[άδος]], [[ὀκλαδία]], [[ὀκλαδίας]] (<span style="color: red;"><</span> προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλαδ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[κλάδος]], [[κλαδί]]), [[οπότε]] το ρ. [[ὀκλάζω]] θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με τους τύπους του <b>Ησύχ.</b> [[κλωκυδά]] και [[ὀκκῦλαι]]<br /><i>τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι</i> προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῑς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῑς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῑς ὁ [[θυμός]]», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θρόνος]] ὀκλάζων» — ο [[οκλαδίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀκλάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. <i>ὀκλάω</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαμάζω]]: [[δαμάω]]), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) «[[μαζί]]» και β' συνθετικό το ρ. [[κλάω]] «[[σπάζω]]». Ωστόσο, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[κάποιος]] [[ονοματικός]] τ.: [[ὀκλάς]], -[[άδος]], [[ὀκλαδία]], [[ὀκλαδίας]] (<span style="color: red;"><</span> προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλαδ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[κλάδος]], [[κλαδί]]), [[οπότε]] το ρ. [[ὀκλάζω]] θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με τους τύπους του <b>Ησύχ.</b> [[κλωκυδά]] και [[ὀκκῦλαι]]<br /><i>τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι</i> προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤκλασα</i>· [[κάθομαι]] με λυγισμένα [[γόνατα]], [[οκλαδόν]], σε Ξεν.· <i>ἐςγόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν</i>, λέγεται για στρατιώτη που αναμένει [[επίθεση]], σε Λουκ.· λέγεται για καταβεβλημένο οδοιπόρο, σε Σοφ.· με αιτ., χρησιμ. για ζώα, που λυγίζουν τα [[πίσω]] ή τα μπροστινά τους πόδια, σε Ξεν.
}}
}}