Anonymous

ὀκλάζω: Difference between revisions

From LSJ
2,948 bytes added ,  29 September 2017
28
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> s’asseoir sur les talons, s’accroupir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> se ramasser, se replier;<br /><b>2</b> s’affaisser <i>ou</i> s’incliner pour se reposer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fléchir, ployer, plier : τὰ ὀπίσθια XÉN, τοὺς προσθίους ÉL les jambes de derrière, les jambes de devant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάξ]].
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> s’asseoir sur les talons, s’accroupir, <i>d’où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> se ramasser, se replier;<br /><b>2</b> s’affaisser <i>ou</i> s’incliner pour se reposer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> fléchir, ployer, plier : τὰ ὀπίσθια XÉN, τοὺς προσθίους ÉL les jambes de derrière, les jambes de devant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀκλάξ]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀκλάζω]])<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη, [[κάθομαι]] σε μαζεμένη [[στάση]] με λυγισμένα τα γόνατα και με το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ζώο, όπως [[άλογο]] ή [[βόδι]]) [[πέφτω]] στα γόνατα και [[στηρίζω]] το [[βάρος]] του σώματός μου σε αυτά, [[γονατίζω]] («οἱ τοῑς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθομαι]] [[οκλαδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ταξιδιώτη) [[εξασθενώ]] από την [[κούραση]], σωριάζομαι<br /><b>2.</b> [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῑς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ [[πρόσθεν]] [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) [[χαλαρώνω]], [[ηρεμώ]], καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῑς ὁ [[θυμός]]», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> [[ελαττώνω]], [[περιορίζω]] [[κάτι]] («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[θρόνος]] ὀκλάζων» — ο [[οκλαδίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀκλάζω]], [[κατά]] μία [[άποψη]], προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. <i>ὀκλάω</i> (<b>πρβλ.</b> [[δαμάζω]]: [[δαμάω]]), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) «[[μαζί]]» και β' συνθετικό το ρ. [[κλάω]] «[[σπάζω]]». Ωστόσο, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[κάποιος]] [[ονοματικός]] τ.: [[ὀκλάς]], -[[άδος]], [[ὀκλαδία]], [[ὀκλαδίας]] (<span style="color: red;"><</span> προθεματικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κλαδ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[κλάδος]], [[κλαδί]]), [[οπότε]] το ρ. [[ὀκλάζω]] θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με τους τύπους του <b>Ησύχ.</b> [[κλωκυδά]] και [[ὀκκῦλαι]]<br /><i>τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι</i> προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
}}
}}