ὁδεύω: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και, στον <b>Ερωτόκρ.</b>, οδεύγω (ΑΜ [[ὁδεύω]]) [[οδός]]<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] με προορισμό κάποιον [[τόπο]], [[πορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για ταξιδιώτη) [[διέρχομαι]] από [[σημείο]] ή [[τόπο]], [[διασχίζω]] μια [[περιοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδεύον [[κύμα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[κύμα]] ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται [[κατά]] [[μήκος]] δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ οδευομένη</i><br />(ενν. [[οδός]]) [[οδός]] από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.
|mltxt=και, στον <b>Ερωτόκρ.</b>, οδεύγω (ΑΜ [[ὁδεύω]]) [[οδός]]<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] με προορισμό κάποιον [[τόπο]], [[πορεύομαι]]<br /><b>2.</b> (για ταξιδιώτη) [[διέρχομαι]] από [[σημείο]] ή [[τόπο]], [[διασχίζω]] μια [[περιοχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οδεύον [[κύμα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[κύμα]] ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται [[κατά]] [[μήκος]] δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ οδευομένη</i><br />(ενν. [[οδός]]) [[οδός]] από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὁδός]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[πορεύομαι]], [[ταξιδεύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., [[εξασφαλίζω]] περάσματα, [[διέρχομαι]], σε Στράβ.
}}
}}