ὁδεύω
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
A go, travel, ἐπὶ νῆας Il.11.569; δι' Ἀδραμυττίου X.An.7.8.8; διὰ νυκτός POxy.2153.21 (iii A.D.); κοινῶς ὁ. τινί Babr.15.2; ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arist.Fr.41, cf. Hp.Decent.18: c. acc. cogn., τὴν ἐπὶ Σμύρνης Hippon. 15.1; βιότου τρίβον ὁδεύειν Anacreont.38.2.
2 c. acc. loci, travel over, χθόνα πεζὸς ὁ. A.R.4.1441; ὁ. τὴν ἔρημον Plu.Eum. 15; μέγαν οὐρανόν IG 14.2012A36; εἴκοσι.. λυκάβαντας ὁδεύσας Epigr.Gr.226.3 (Teos):—Pass., ὁδευομένη (with or without ὁδός) thoroughfare, highway, POxy. 1537.18(iii A. D.), Stud.Pal.20.117.6 (V A. D.).
3 Pass., of Ravenna, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη provided with thoroughfares by means of... Str.5.1.7.
German (Pape)
[Seite 292] gehen, wandern; ἐπὶ νῆας, Il. 11, 568; Xen. An. 7, 8, 8, bei Krüger; Sp., wie Hdn. 7, 3, 9; τρίβον, Anacr. 38, 2; Λιβύην, S. Emp. adv. rhet. 105.
French (Bailly abrégé)
faire route ; τὴν ἔρημον PLUT traverser le désert;
NT: guider, conduire.
Étymologie: ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ὁδεύω:
1 ехать, путешествовать (ἐπὶ νῆας Hom.);
2 проходить, проезжать (τὴν ἔρημον Plut.);
3 перен. переходить (ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁδεύω: πορεύομαι, ὑπάγω, ἐπὶ νῆας Ἰλ. Λ. 569· ὁδεύω δι’ Ἀτραμυττίου Ξεν. Ἀν. 7, 8, 8· κοινῶς ὁδ. τινὶ Βαβρ. 15. 2· ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Ἀριστ. Ἀποσπ. 35· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδ. τὴν ἐπὶ Σμύρνης Ἱππῶν. 91· ὁδ. τρίβον Ἀνακρεόντ. 41. 2. 2) μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι ταξειδεύων, χθόνα πεζὸς ὁδ. ὡς ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1441, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 15· ὁδ. τὸν οὐρανὸν Ἐπιγρ. 618. 36· εἴκοσι ... λυκάβαντας ὁδεύσας αὐτόθι 226. 4. 3) Παθ, ἐπὶ τῆς Ραβέννης, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη, διὰ γεφυρῶν καὶ πορθμείων περιπατουμένη …, Στράβ. 213.
English (Autenrieth)
(ὁδός): travel, go Il. 11.569†.
English (Strong)
from ὁδός; to travel: journey.
English (Thayer)
(ὁδός); to travel, journey: Homer Iliad 11,569; Xenophon, an. 7,8, 8; Josephus, Antiquities 19,4, 2; b. j. 3,6,3; Herodian, 7,3, 9 (4edition, Bekker); Plutarch, others; διοδεύω, συνοδεύω.)
Greek Monolingual
και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) οδός
1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι
2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή
νεοελλ.
φρ. «οδεύον κύμα»
(ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται κατά μήκος δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους
αρχ.
(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ οδευομένη
(ενν. οδός) οδός από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.
Greek Monotonic
ὁδεύω: μέλ. -σω (ὁδός),·
1. πορεύομαι, ταξιδεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
2. Παθ., εξασφαλίζω περάσματα, διέρχομαι, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὁδεύω, fut. -σω ὁδός
1. to go, travel, Il., Xen.
2. Pass. to be provided with thoroughfares, Strab.
Chinese
原文音譯:ÐdeÚw 何 丟哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:道路
字義溯源:行路,旅行;源自(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)。參讀 (ἀποδημέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 行路(1) 路10:33