παιδευτικός: Difference between revisions

5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδευτικός]], -ή, -όν) [[παιδευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παίδευση]], [[μορφωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παιδευτική</i><br />η παιδαγωγική<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με [[ταλαιπωρία]], [[βασανιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με [[τιμωρία]], [[σωφρονιστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[διδασκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδευτικώς</i> (Α παιδευτικῶς)<br />με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδευτικός]], -ή, -όν) [[παιδευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παίδευση]], [[μορφωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παιδευτική</i><br />η παιδαγωγική<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με [[ταλαιπωρία]], [[βασανιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με [[τιμωρία]], [[σωφρονιστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[διδασκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδευτικώς</i> (Α παιδευτικῶς)<br />με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[εκπαίδευση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[εκπαίδευση]], σε Πλάτ.· ομοίως, <i>τὸ παιδευτικόν</i>, σε Πλούτ.
}}
}}