Anonymous

παιδευτικός: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’instruction.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’instruction.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[παιδευτικός]], -ή, -όν) [[παιδευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παίδευση]], [[μορφωτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η παιδευτική</i><br />η παιδαγωγική<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με [[ταλαιπωρία]], [[βασανιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με [[τιμωρία]], [[σωφρονιστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στη [[διδασκαλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιδευτικώς</i> (Α παιδευτικῶς)<br />με παιδευτικό τρόπο, διδακτικώς («δογματικῶς ἅμα καὶ παιδευτικῶς», Φίλ.).
}}
}}