παραβοηθέω: Difference between revisions

5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />porter secours : τινι, [[πρός]] τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βοηθέω]].
|btext=-ῶ :<br />porter secours : τινι, [[πρός]] τινα à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βοηθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
}}