Anonymous

παραβοηθέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
|lsmtext='''παραβοηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[έρχομαι]] να βοηθήσω κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ.· απόλ., [[έρχομαι]] προς [[διάσωση]] ή [[σωτηρία]], σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραβοηθέω:''' <b class="num">1)</b> приходить на помощь (τινι Thuc., Plut. и πρός τινα Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> оказывать взаимную помощь Plat.
}}
}}