παράκρημνος: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[χείλος]] γκρεμού) [[κρημνώδης]] στα [[πλάγια]], [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[απόκρημνος]] («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ποτάμι]]) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>κρημνος</i>, [[κατά]]-<i>κρημνος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[χείλος]] γκρεμού) [[κρημνώδης]] στα [[πλάγια]], [[απότομος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[απόκρημνος]] («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ποτάμι]]) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]] (<b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>κρημνος</i>, [[κατά]]-<i>κρημνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράκρημνος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στην [[άκρη]] του γκρεμού, σε Στράβ.
}}
}}