παράκρημνος
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
παράκρημνον, steep at the side, on the edge of a precipice, ὁδός, ἀτραπός, Str.9.1.4, D.S.11.8; precipitous, χωρία Plu.Phil.18; with steep banks, ῥεῖθρον Id.Brut.51.
German (Pape)
[Seite 485] an den Seiten abschüssig, jäh, steil; ὁδός, Strab. IX, 391; ἀτραπός, D. Sic. 11, 8; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en pente, escarpé.
Étymologie: παρά, κρημνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος
2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.)
3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κρημνός (πρβλ. από-κρημνος, κατά-κρημνος)].
Greek Monotonic
παράκρημνος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
παράκρημνος: обрывистый, крутой (ἀτραπός Diod.; χωρία Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-κρημνος -ον steil aan de zijkant.