παραπείθω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πείθω]]<br />[[παραπλανώ]] κάποιον με την [[πειθώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσελκύω]] κάποιον με την [[πειθώ]].
|mltxt=ΝΜΑ [[πείθω]]<br />[[παραπλανώ]] κάποιον με την [[πειθώ]], [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσελκύω]] κάποιον με την [[πειθώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπείθω:''' μέλ. -[[πείσω]], [[πείθω]] σταδιακά, [[καταπείθω]], [[δελεάζω]], σε Όμηρ., σε Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[παραιπεπίθῃσιν]], μτχ. <i>παρ-πεπῐθών</i>.
}}
}}