παρατρέχω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αντιπαρέρχομαι]], δεν [[αναφέρω]] [[κάτι]], [[παραλείπω]], [[παραβλέπω]], [[παρασιωπώ]] [[κάτι]] («[[παρατρέχω]] όλα τα επουσιώδη και [[έρχομαι]] στα πιο [[σημαντικά]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταγωνίζομαι]] με κάποιον στον δρόμο, [[παραβγαίνω]] στο [[τρέξιμο]]<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] υπερβολικά, [[κάνω]] πολλούς δρόμους, [[τρέχω]] [[πάρα]] πολύ («παράτρεξα [[σήμερα]], [[γιατί]] είχα πολλές δουλειές»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) [[παρατρεχάμενος]], -<i>η</i><br />α) [[κατώτερος]] [[υπηρέτης]] που χρησιμοποιείται στις εξωτερικές ή στις δύσκολες εργασίες<br />β) αυτός που δείχνει [[προθυμία]] στο να εξυπηρετεί έναν ισχυρό πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό παράγοντα τρέχοντας διαρκώς [[πίσω]] του και υπηρετώντας τον δουλικά, για να έχει την εύνοιά του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διατρέχω]], [[περνώ]] ένα [[διάστημα]] τρέχοντας («σὺ παρατρέχεις τὴν ὁδὸν [[πεζός]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τρέχοντας [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον («τοὺς παρατρέχοντας παρ' οἰκίαν καιομένην ἠκόντιζον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[δίπλα]] σε κάποιον, τον [[συνοδεύω]] («[[χάρις]] παρατρέχουσα ταῑς συνουσίαις», Ευνάπ.)<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στο [[τρέξιμο]] («Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[νικώ]], [[υπερνικώ]] [[κάτι]] («παρέδραμε τὰ [[τότε]] [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον [[κατά]] την ευφυία<br /><b>7.</b> [[προστρέχω]] [[κάπου]]<br /><b>8.</b> ζω, διαβιώνω, [[διέρχομαι]] τη ζωή μου («[[ἑπτά]] εἰσιν αἱ ἡλικίαι, ἅς παρατρέχει ὁ [[ἄνθρωπος]]», Σχόλ. στον Φιλόστρ.)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περνώ]] [[κάτι]] [[επιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] με [[μεγάλη]] [[συντομία]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[εξετάζω]] επιπόλαια («παρέργως παρατρέχειν», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[περιφρονώ]], [[καταφρονώ]]<br /><b>11.</b> (στην προστ.) <i>παράτρεχε</i><br />φύγε<br /><b>12.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], [[μένω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>13.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[παρέρχομαι]] («τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ.) <i>οἱ παρατρέχοντες</i><br />υπηρέτες, υπάλληλοι, παρατρεχάμενοι<br /><b>15.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραδεδρόμηκα<br />παρεμνήσθην».
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αντιπαρέρχομαι]], δεν [[αναφέρω]] [[κάτι]], [[παραλείπω]], [[παραβλέπω]], [[παρασιωπώ]] [[κάτι]] («[[παρατρέχω]] όλα τα επουσιώδη και [[έρχομαι]] στα πιο [[σημαντικά]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταγωνίζομαι]] με κάποιον στον δρόμο, [[παραβγαίνω]] στο [[τρέξιμο]]<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] υπερβολικά, [[κάνω]] πολλούς δρόμους, [[τρέχω]] [[πάρα]] πολύ («παράτρεξα [[σήμερα]], [[γιατί]] είχα πολλές δουλειές»)<br /><b>3.</b> (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) [[παρατρεχάμενος]], -<i>η</i><br />α) [[κατώτερος]] [[υπηρέτης]] που χρησιμοποιείται στις εξωτερικές ή στις δύσκολες εργασίες<br />β) αυτός που δείχνει [[προθυμία]] στο να εξυπηρετεί έναν ισχυρό πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό παράγοντα τρέχοντας διαρκώς [[πίσω]] του και υπηρετώντας τον δουλικά, για να έχει την εύνοιά του<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διατρέχω]], [[περνώ]] ένα [[διάστημα]] τρέχοντας («σὺ παρατρέχεις τὴν ὁδὸν [[πεζός]]», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] τρέχοντας [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον («τοὺς παρατρέχοντας παρ' οἰκίαν καιομένην ἠκόντιζον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[δίπλα]] σε κάποιον, τον [[συνοδεύω]] («[[χάρις]] παρατρέχουσα ταῑς συνουσίαις», Ευνάπ.)<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στο [[τρέξιμο]] («Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>5.</b> [[νικώ]], [[υπερνικώ]] [[κάτι]] («παρέδραμε τὰ [[τότε]] [[κακά]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον [[κατά]] την ευφυία<br /><b>7.</b> [[προστρέχω]] [[κάπου]]<br /><b>8.</b> ζω, διαβιώνω, [[διέρχομαι]] τη ζωή μου («[[ἑπτά]] εἰσιν αἱ ἡλικίαι, ἅς παρατρέχει ὁ [[ἄνθρωπος]]», Σχόλ. στον Φιλόστρ.)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περνώ]] [[κάτι]] [[επιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] με [[μεγάλη]] [[συντομία]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[εξετάζω]] επιπόλαια («παρέργως παρατρέχειν», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[περιφρονώ]], [[καταφρονώ]]<br /><b>11.</b> (στην προστ.) <i>παράτρεχε</i><br />φύγε<br /><b>12.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], [[μένω]] [[απαρατήρητος]]<br /><b>13.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[παρέρχομαι]] («τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>14.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ.) <i>οἱ παρατρέχοντες</i><br />υπηρέτες, υπάλληλοι, παρατρεχάμενοι<br /><b>15.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραδεδρόμηκα<br />παρεμνήσθην».
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και [[δραμοῦμαι]]· αόρ. βʹ <i>παρέδρᾰμον</i>, γʹ πληθ. υπερσ. <i>-δεδραμήκεσαν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] πιο πέρα ή [[προσπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσπερνώ]], [[προφθάνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρατρέχω]] τὰ [[τότε]] [[κακά]], [[πηγαίνω]] πιο πέρα, τα [[ξεπερνώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διασχίζω]] τρέχοντας ή [[διατρέχω]], μέσω κομματιού γης που είναι ορισμένο ή νοητό, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[διατρέχω]] [[γρήγορα]], δηλ. [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]], σε Ισοκρ.· [[αψηφώ]], [[παραμελώ]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">5.</b> [[διαφεύγω]] [[απαρατήρητος]], <i>τινά</i>, σε Πολύβ.
}}
}}