παροίχομαι: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>φρ.</b> «παρωχημένοι χρόνοι» — οι χρόνοι του ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε [[κάτι]] [[κατά]] το [[παρελθόν]], δηλ. ο [[παρατατικός]], ο [[αόριστος]] και ο [[υπερσυντέλικος]], αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ παροιχομένη νύξ» — η περασμένη [[νύχτα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] σαν [[νεκρός]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] («[[παροίχομαι]] δείματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι από [[κάτι]], απατώμαι, [[πλανώμαι]] («δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει» — δυστυχισμένε, πόσο απατημένος, πόσο [[μακριά]] είσαι στο να φαντασθείς τη [[συμφορά]] που έρχεται, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]] («παροίχεσθαι τῶν πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παροιχόμενα</i><br />τα παρελθόντα, τα περασμένα<br /><b>6.</b> (η μτχ. αρσ.) <i>ὁ παροιχόμενος</i>, <i>ὁ παρῳχηκώς</i><br />ο προειρημένος, αυτός που αναφέρθηκε [[προηγουμένως]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο [[κίνδυνος]] του εξοστρακισμού (<b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «έχω φύγει, έχω πεθάνει»].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>φρ.</b> «παρωχημένοι χρόνοι» — οι χρόνοι του ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε [[κάτι]] [[κατά]] το [[παρελθόν]], δηλ. ο [[παρατατικός]], ο [[αόριστος]] και ο [[υπερσυντέλικος]], αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ παροιχομένη νύξ» — η περασμένη [[νύχτα]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] σαν [[νεκρός]], εξαφανίζομαι, [[χάνομαι]] («[[παροίχομαι]] δείματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι από [[κάτι]], απατώμαι, [[πλανώμαι]] («δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει» — δυστυχισμένε, πόσο απατημένος, πόσο [[μακριά]] είσαι στο να φαντασθείς τη [[συμφορά]] που έρχεται, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αμελώ]], [[παραμελώ]] («παροίχεσθαι τῶν πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παροιχόμενα</i><br />τα παρελθόντα, τα περασμένα<br /><b>6.</b> (η μτχ. αρσ.) <i>ὁ παροιχόμενος</i>, <i>ὁ παρῳχηκώς</i><br />ο προειρημένος, αυτός που αναφέρθηκε [[προηγουμένως]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο [[κίνδυνος]] του εξοστρακισμού (<b>Κρατίν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἴχομαι]] «έχω φύγει, έχω πεθάνει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-ῴχηκα</i>, Ιων. <i>-οίχωκα</i>, και σε μεταγεν. συγγραφείς <i>-ώχημαι</i>· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. <i>-οιχώκεε</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω περάσει, έχω διέλθει, <i>παρῴχετο γηθόσυκος κήρ</i>, αναχώρησε, πήρε το δρόμο του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω παρέλθει, στο ίδ.· ἡ παροιχομένη [[νύξ]], η [[νύχτα]] που πέρασε, σε Ηρόδ.· [[ἄνδρες]] παροιχόμενοι, άνδρες των παρελθόντων εποχών, σε Πίνδ.· <i>τὰ παροιχόμενα</i>, το [[παρελθόν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[ὅσον]] μοίρας παροίχῃ, πόσο απομακρύνθηκες από την υψηλή [[σου]] [[θέση]], σε Ευρ.
}}
}}