Anonymous

παροίχομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παροίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-ῴχηκα</i>, Ιων. <i>-οίχωκα</i>, και σε μεταγεν. συγγραφείς <i>-ώχημαι</i>· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. <i>-οιχώκεε</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω περάσει, έχω διέλθει, <i>παρῴχετο γηθόσυκος κήρ</i>, αναχώρησε, πήρε το δρόμο του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω παρέλθει, στο ίδ.· ἡ παροιχομένη [[νύξ]], η [[νύχτα]] που πέρασε, σε Ηρόδ.· [[ἄνδρες]] παροιχόμενοι, άνδρες των παρελθόντων εποχών, σε Πίνδ.· <i>τὰ παροιχόμενα</i>, το [[παρελθόν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[ὅσον]] μοίρας παροίχῃ, πόσο απομακρύνθηκες από την υψηλή [[σου]] [[θέση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παροίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-ῴχηκα</i>, Ιων. <i>-οίχωκα</i>, και σε μεταγεν. συγγραφείς <i>-ώχημαι</i>· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. <i>-οιχώκεε</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω περάσει, έχω διέλθει, <i>παρῴχετο γηθόσυκος κήρ</i>, αναχώρησε, πήρε το δρόμο του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω παρέλθει, στο ίδ.· ἡ παροιχομένη [[νύξ]], η [[νύχτα]] που πέρασε, σε Ηρόδ.· [[ἄνδρες]] παροιχόμενοι, άνδρες των παρελθόντων εποχών, σε Πίνδ.· <i>τὰ παροιχόμενα</i>, το [[παρελθόν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[ὅσον]] μοίρας παροίχῃ, πόσο απομακρύνθηκες από την υψηλή [[σου]] [[θέση]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παροίχομαι:''' (fut. παροιχήσομαι; pf. [[παρῴχηκα]] и παροίχωκα, [[παρῴχημαι]] и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)<br /><b class="num">1)</b> уходить прочь, удаляться Hom.: παροιχόμενοι [[ἄνδρες]] Pind. люди, которых уже нет;<br /><b class="num">2)</b> (о событиях) проходить, миновать (ὀλύμπια [[παροιχώκεε]] Her.): παρῴχηκεν [[πλέων]] νὺξ τῶν [[δύο]] μοιράων Hom. прошло больше двух третей ночи; ἡ παροιχομένη [[νύξ]] Her. прошлая ночь; τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; минувшее; грам. ὁ [[παρῳχημένος]] (sc. [[χρόνος]]) Sext. или τὸ παρῳχηκός прошедшее время;<br /><b class="num">3)</b> отклоняться, отходить: π. τοῦ νείκους Aesch. уклоняться от борьбы; μοίρας π. Eur. лишиться (своей) судьбы, т. е. прежнего величия; π. δείματι Aesch. упустить (что-л.) от страха, по по друг. умирать от страха.
}}
}}