πίτυλος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[μανιώδης]], [[παράφορος]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[πίτυλος]] με σημ. «[[μανία]], [[πάθος]], [[λύσσα]]» ως επίθ.].———————— ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ήχος]] που προκαλείται από τη [[σύγκρουση]] βραχέων κυμάτων [[μεταξύ]] τους ή [[πάνω]] στο [[κύτος]] του πλοίου ή [[πάνω]] στην [[ακτή]], κν. αναμόμολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[κωπηλασία]]) γρήγορη και ρυθμική [[κίνηση]] τών χεριών<br /><b>2.</b> το [[πλατάγισμα]] του νερού που οφείλεται στη ρυθμική [[κίνηση]] τών κουπιών<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[ήχος]] που επαναλαμβάνεται με [[ταχύτητα]] και με [[κανονικότητα]] και ο [[οποίος]] προέρχεται από την [[καταφορά]] υγρού και [[ιδίως]] νερού («πολλῶν δακρύων ἔσται [[πίτυλος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ήχος]] παραγόμενος από το επαναλαμβανόμενο στηθοκόπημα ανθρώπου που θρηνεί («ἄρασσε κρᾱτα πιτύλους διδοῡσα χειρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ήχος]] προερχόμενος από τα πλήγματα πυγμάχων<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) (για βίαιες και παράφορες κινήσεις) [[έφοδος]], [[εφόρμηση]]<br />β) [[προσβολή]] πάθους, όπως λ.χ. μανίας, φόβου<br />γ) [[μόχθος]], [[προσπάθεια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἑνὶ πιτύλω»<br /><b>μτφ.</b> όλοι με μια [[φωνή]], ομόφωνα<br />β) «[[πίτυλος]] σκύφου» — η [[επίδραση]] του κρασιού στον πότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]] (για το θ. <i>πιτ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>πίτ</i>-<i>νω</i>). Η [[άποψη]] ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., η οποία μιμείται τον ήχο τών κουπιών, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ον, Α<br />[[μανιώδης]], [[παράφορος]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[πίτυλος]] με σημ. «[[μανία]], [[πάθος]], [[λύσσα]]» ως επίθ.].———————— ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ήχος]] που προκαλείται από τη [[σύγκρουση]] βραχέων κυμάτων [[μεταξύ]] τους ή [[πάνω]] στο [[κύτος]] του πλοίου ή [[πάνω]] στην [[ακτή]], κν. αναμόμολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[κωπηλασία]]) γρήγορη και ρυθμική [[κίνηση]] τών χεριών<br /><b>2.</b> το [[πλατάγισμα]] του νερού που οφείλεται στη ρυθμική [[κίνηση]] τών κουπιών<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[ήχος]] που επαναλαμβάνεται με [[ταχύτητα]] και με [[κανονικότητα]] και ο [[οποίος]] προέρχεται από την [[καταφορά]] υγρού και [[ιδίως]] νερού («πολλῶν δακρύων ἔσται [[πίτυλος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ήχος]] παραγόμενος από το επαναλαμβανόμενο στηθοκόπημα ανθρώπου που θρηνεί («ἄρασσε κρᾱτα πιτύλους διδοῡσα χειρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ήχος]] προερχόμενος από τα πλήγματα πυγμάχων<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) (για βίαιες και παράφορες κινήσεις) [[έφοδος]], [[εφόρμηση]]<br />β) [[προσβολή]] πάθους, όπως λ.χ. μανίας, φόβου<br />γ) [[μόχθος]], [[προσπάθεια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἑνὶ πιτύλω»<br /><b>μτφ.</b> όλοι με μια [[φωνή]], ομόφωνα<br />β) «[[πίτυλος]] σκύφου» — η [[επίδραση]] του κρασιού στον πότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]] (για το θ. <i>πιτ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>πίτ</i>-<i>νω</i>). Η [[άποψη]] ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., η οποία μιμείται τον ήχο τών κουπιών, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίτῠλος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> επαναλαμβανόμενος [[ρυθμός]] του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· <i>ἑνὶ πιτύλῳ</i>, με ένα [[χτύπημα]], όλα μαζί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[οποιοσδήποτε]] [[γρήγορα]] επαναλαμβανόμενος [[ήχος]].<br /><b class="num">1.</b> [[παφλασμός]], [[ήχος]] των σταγόνων που πέφτουν, [[πίτυλος]] δακρύων, σε Ευρ.· [[πίτυλος]] σκύφου, λέγεται για το [[κρασί]] που στάζει μέσα σε [[κούπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], σε Ευρ.· <i>δὶς δυοῖν πιτύλοιν</i>, [[διπλός]] με [[δύο]] χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, [[βιαιότητα]], [[πάθος]], στον ίδ.
}}
}}