3,277,226
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίτῠλος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> επαναλαμβανόμενος [[ρυθμός]] του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· <i>ἑνὶ πιτύλῳ</i>, με ένα [[χτύπημα]], όλα μαζί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[οποιοσδήποτε]] [[γρήγορα]] επαναλαμβανόμενος [[ήχος]].<br /><b class="num">1.</b> [[παφλασμός]], [[ήχος]] των σταγόνων που πέφτουν, [[πίτυλος]] δακρύων, σε Ευρ.· [[πίτυλος]] σκύφου, λέγεται για το [[κρασί]] που στάζει μέσα σε [[κούπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], σε Ευρ.· <i>δὶς δυοῖν πιτύλοιν</i>, [[διπλός]] με [[δύο]] χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, [[βιαιότητα]], [[πάθος]], στον ίδ. | |lsmtext='''πίτῠλος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> επαναλαμβανόμενος [[ρυθμός]] του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· <i>ἑνὶ πιτύλῳ</i>, με ένα [[χτύπημα]], όλα μαζί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[οποιοσδήποτε]] [[γρήγορα]] επαναλαμβανόμενος [[ήχος]].<br /><b class="num">1.</b> [[παφλασμός]], [[ήχος]] των σταγόνων που πέφτουν, [[πίτυλος]] δακρύων, σε Ευρ.· [[πίτυλος]] σκύφου, λέγεται για το [[κρασί]] που στάζει μέσα σε [[κούπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], σε Ευρ.· <i>δὶς δυοῖν πιτύλοιν</i>, [[διπλός]] με [[δύο]] χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, [[βιαιότητα]], [[πάθος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίτῠλος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> мерный плеск весел (νεὼς π. [[εὐήρης]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> νεὼς π. Eur. = [[ναῦς]];<br /><b class="num">3)</b> падение (капель), капание: π. δακρύων Eur. потоки слез; π. σκύφου Eur. плеск (вина) в чашах;<br /><b class="num">4)</b> удар(ы) (Ἀργείου [[δορός]] Eur.): δυοὶν πιτύλοιν Eur. двумя ударами; [[κρᾶτα]] πιτύλους [[διδόναι]] χειρός Eur. наносить себе удары в голову (в знак скорби);<br /><b class="num">5)</b> приступ, припадок (μανίας π. Eur.): εἰς τὸν πίτυλον ἥκειν φόβου Eur. быть охваченным страхом. | |||
}} | }} |