3,277,301
edits
(32) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br />περίαπτο, [[φυλαχτό]] («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ [[περίαμμα]] ποιεῑν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[περίαμμα]] προβόλου»<br /><b>ναυτ.</b> ο από [[συρματόσχοινο]] ή [[αλυσίδα]] [[τροπός]], [[δηλαδή]] [[δακτύλιος]], που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, [[ιδίως]] ιστιοφόρου, [[μέσα]] από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι [[πρότονοι]] του ακάτιου ιστού, κν. [[σκουλαρίκι]] του μπομπρέσου. | |mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br />περίαπτο, [[φυλαχτό]] («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ [[περίαμμα]] ποιεῑν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[περίαμμα]] προβόλου»<br /><b>ναυτ.</b> ο από [[συρματόσχοινο]] ή [[αλυσίδα]] [[τροπός]], [[δηλαδή]] [[δακτύλιος]], που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, [[ιδίως]] ιστιοφόρου, [[μέσα]] από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι [[πρότονοι]] του ακάτιου ιστού, κν. [[σκουλαρίκι]] του μπομπρέσου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίαμμα:''' -ατος, τό ([[περιάπτω]]), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, [[φυλαχτό]], βασκάνιο, [[χαϊμαλί]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |