Anonymous

περίαμμα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίαμμα:''' -ατος, τό ([[περιάπτω]]), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, [[φυλαχτό]], βασκάνιο, [[χαϊμαλί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''περίαμμα:''' -ατος, τό ([[περιάπτω]]), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, [[φυλαχτό]], βασκάνιο, [[χαϊμαλί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίαμμα:''' ατος τό (носимый на теле) амулет Polyb., Diod., Anth.
}}
}}