3,273,757
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πλεονεκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη [[θέση]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[πλεονεξία]] («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεονεκτικώς</i> / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, [[πλεονεκτικά]] Ν<br />με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ροπή]] [[προς]] την [[πλεονεξία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πλεονεκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη [[θέση]] σε [[σχέση]] με έναν [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[πλεονεξία]] («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεονεκτικώς</i> / πλεονεκτικῶς, ΝΜΑ, [[πλεονεκτικά]] Ν<br />με τρόπο πλεονεκτικό, με πλεονεκτήματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ροπή]] [[προς]] την [[πλεονεξία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | |||
}} | }} |