3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | |lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] op winst gericht:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. hebzuchtig; subst.. τό πλεονεκτικόν hebzucht Luc. 13.8. | |||
}} | }} |