πολύφημος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφημος]], -ον, ΝΑ, δωρ. τ. [[πολύφαμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]] («[[πολύφημος]] και [[πολυώνυμος]] [[σοφός]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολύφημος</i><br /><b>μυθ.</b> i) [[περιώνυμος]] [[Κύκλωπας]] της Οδύσσειας, [[γιος]] του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο [[οποίος]] [[κατά]] την ομηρική [[διήγηση]] κατοικούσε σε [[σπήλαιο]] βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες<br />ii) (στη [[Λάρισα]] της Θεσσαλίας) [[ήρωας]] ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στη [[μάχη]] τών Λαπιθών [[κατά]] τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και [[πολύφημος]] [[ἀοιδός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] από φωνές, [[θορυβώδης]] («ἀγορὴν πολύφημον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύφημον</i><br />η [[εκκλησία]] του δήμου, η [[αγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>φημος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφημος]], -ον, ΝΑ, δωρ. τ. [[πολύφαμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]] («[[πολύφημος]] και [[πολυώνυμος]] [[σοφός]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολύφημος</i><br /><b>μυθ.</b> i) [[περιώνυμος]] [[Κύκλωπας]] της Οδύσσειας, [[γιος]] του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο [[οποίος]] [[κατά]] την ομηρική [[διήγηση]] κατοικούσε σε [[σπήλαιο]] βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες<br />ii) (στη [[Λάρισα]] της Θεσσαλίας) [[ήρωας]] ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στη [[μάχη]] τών Λαπιθών [[κατά]] τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και [[πολύφημος]] [[ἀοιδός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] από φωνές, [[θορυβώδης]] («ἀγορὴν πολύφημον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύφημον</i><br />η [[εκκλησία]] του δήμου, η [[αγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>φημος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφημος:''' Δωρ. -φᾱμος, -ον ([[φήμη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[άφθονος]] σε ύμνους και μύθους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αποτελείται από πολλές φωνές, [[πολυλόγος]], σε Ομήρ. Οδ.· ἐς πολύφημον [[ἐξενεῖκαι]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε πολύβοο [[μέρος]], δηλ. στην [[αγορά]], [[βουλευτήριο]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
}}